αραιώνω


αραιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αραιώνω αρχαία ελληνική ἀραιόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αραιώνω

✦ τοποθετώ σε αραιή τάξη
✦ ελαττώνω την πυκνότητα ή τη συχνότητα: τελευταίως, έχει αραιώσει τις επισκέψεις του
✦ αυξάνω τα κενά

Συνώνυμα

Αντίθετα
πυκνώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.