αραιός


αραιός
Προφορά

Ετυμολογία
αραιός αρχαία ελληνική ἀραιός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αραιός -ή, -ό

✦ που εμφανίζει κενά ή διαστήματα: αραιή δεντροφύτευση
✦ που γίνεται, συμβαίνει κατά διαστήματα, σποραδικός: αραιές επισκέψεις
✦ σπάνιος, λιγοστός: αραιοί θαμώνες
✦ υδαρής, νερουλός
✦ λεπτός, αγανός: αραιό ύφασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
πυκνός ,συχνός ,πυκνός ,πηχτός ,σφιχτός
Επιρρήματα
αραιά (Κ αραιώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.