αραιοκατοικημένος


αραιοκατοικημένος
Προφορά

Ετυμολογία
αραιοκατοικημένος αραιός + κατοικώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αραιοκατοικημένος -η, -ο

✦ που έχει λίγους κατοίκους: αραιοκατοικημένη περιοχή

Συνώνυμα

Αντίθετα
πυκνοκατοικημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.