αραθυμώ
Προφορά
Ετυμολογία
αραθυμώ α προτακτικό + ραθυμώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αραθυμώ -άς, -ά
✦ είμαι αράθυμος, ευέξαπτος
✦ επιθυμώ έντονα, λαχταρώ: κάποια εμίρισσα, κάποια κυρά μεγάλη, αραθύμησε κάτ’ στο γιαλό να πλύνει (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–