αραδιαστός


αραδιαστός
Προφορά

Ετυμολογία
αραδιαστός αραδιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αραδιαστός -ή, -ό

✦ βαλμένος στην αράδα, τοποθετημένος με τη σειρά: τα φυσεκλίκια αραδιαστά, τα χαϊμαλιά ένα ένα (Μ. Μαλακάσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
-ή, -ό επίθ. βαλμένος στην αράδα, τοποθετημένος με τη σειρά: τα φυσεκλίκια αραδιαστά, τα χαϊμαλιά ένα ένα (Μ. Μαλακάσης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.