αραδιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αραδιάζω αράδα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αραδιάζω
✦ τοποθετώ στη σειρά πρόσωπα ή πράγματα: άνοιξε τη βαλίτσα όπου είχε τα βιβλία του και τ’ αράδιασε στο τραπέζι (Άγγ. Τερζάκης) – στέκονται αραδιασμένα πολλά περιστέρια (Κ. Βάρναλης)
✦ (μτφ. ) απαριθμώ, διηγούμαι κατά σειρά: μου αράδιασε ένα σωρό ψευτιές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–