αραδαριά
Προφορά
Ετυμολογία
αραδαριά μεσαιωνική ελληνική ἀραδαριά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αραδαριά
✦ τακτοποίηση σε μια αράδα
✦ ως επίρρ., αλλεπάλληλα: από το παράθυρο της καμπίνας μου με ξάφνιασαν οι μιναρέδες καθώς περνούσαν αραδαριά (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–