αρήμαχτος
Προφορά
Ετυμολογία
αρήμαχτος ἀ στερητικό + ρημάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρήμαχτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν λεηλατήθηκε, δεν ερημώθηκε, δεν καταστράφηκε: πλησίαζα στο μόνον αρήμαχτο ακόμα απ’ τον καιρό τάφο (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–