αράπικος


αράπικος
Προφορά

Ετυμολογία
αράπικος αράπης

Ερμηνεία
επίθετο┘ αράπικος -η, -ο

✦ που ανήκει ή ταιριάζει στον αράπη
✦ ο από την Αραβία ή την Αίγυπτο και γενικά από την Αφρική: αράπικο φιστίκι, ο καρπός της αραχίδας
✦ μαύρος
(μτφ. ) άγριος: αράπικο πείσμα
✦ ουδ. πληθ. τα αράπικα ως ουσ., η αραβική γλώσσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.