αράπης
Προφορά
Ετυμολογία
αράπης └αραβ┘ Arab
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αράπης
✦ θηλ. αραπίνα κ. αράπισσα πληθ. αράπηδες (= εκείνοι που έχουν μαύρο χρώμα) και αραπάδες (= οι ντόπιοι κάτοικοι της Αιγύπτου) που ανήκει στη μαύρη, την αιθιοπική φυλή
✦ (ειδ.) Αιγύπτιος, Άραβας
✦ ο πολύ μελαχρινός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–