αράζω


αράζω
Προφορά

Ετυμολογία
αράζω αρχαία ελληνική ἀράσσω

Ερμηνεία
ρήμα αράζω

✦ φέρνω το πλοίο στο λιμάνι, αγκυροβολώ: στα καΐκια τ’ αραγμένα, τα δεμένα, στα καΐκια που δεν πάνε πουθενά (Ζαχ. Παπαντωνίου)
(μτφ. ) βρίσκω καταφύγιο έπειτα από περιπλανήσεις ή δοκιμασίες: και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί (Κ. Καβάφης)
(μτφ. ) κάθομαι, τεμπελιάζω, αναπαύομαι
✦ φρ. άραξα – την άραξα, κάθισα αναπαυτικά και χαλάρωσα, βολεύτηκα: την άραξα στον καναπέ και ξεκουράστηκα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.