αράδα
Προφορά
Ετυμολογία
αράδα ίσως από το └βενετ┘ arada (= αλετριά)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αράδα
✦ στοίχος, σειρά προσώπων ή πραγμάτων
✦ στίχος κειμένου
✦ γραμμή, ράβδωση σε χαρτί ή ύφασμα
✦ σειρά της ακολουθίας
✦ κοινωνική τάξη
✦ (ως επίρρ.) αράδα κ. στην αράδα, συνέχεια, χωρίς διακοπή ή επιλογή: κι έδωσε αράδα το δεξί, θωρώντας τους στα μάτια (Μ. Μαλακάσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–