απόχυση
Προφορά
Ετυμολογία
απόχυση αρχαία ελληνική ἀπόχυσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απόχυση
✦ μέθοδος που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί ο διαχωρισμός δύο υλικών, από τα οποία το ένα είναι υγρό, που έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος και δεν αναμειγνύονται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–