απόφυση


απόφυση
Προφορά

Ετυμολογία
απόφυση αρχαία ελληνική ἀπόφυσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απόφυση

✦ παραφυάδα, παραβλάστημα
✦ (ανατομ.) εξόγκωμα, προεξοχή σε κόκαλο ή σε μαλακό όργανο του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.