απόφραξη


απόφραξη
Προφορά

Ετυμολογία
απόφραξη αρχαία ελληνική ἀπόφραξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απόφραξη

✦ τέλειο κλείσιμο με φραγμό, βούλωμα
✦ (κ. με αντίθ. σημ.) αφαίρεση φραγμού, ξεβούλωμα: αποφράξεις βόθρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.