απότομος
Προφορά
Ετυμολογία
απότομος αρχαία ελληνική ἀπότομος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απότομος -η, -ο
✦ απόκρημνος
✦ ξαφνικός
✦ (μτφ. ) βίαιος, προσβλητικός
Συνώνυμα
αιφνίδιος, αναπάντεχος ,τραχύς, αγροίκος, βάναυσος
Αντίθετα
ομαλός, επίπεδος
Επιρρήματα
απότομα (Κ αποτόμως)