απόλυτος


απόλυτος
Προφορά

Ετυμολογία
απόλυτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπόλυτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απόλυτος -η, -ο

✦ ο ανεξάρτητος, άσχετος προς οτιδήποτε άλλο: απόλυτη έννοια
✦ που ισχύει χωρίς περιορισμούς και εξαιρέσεις: ο κανόνας αυτός δεν είναι απόλυτος
✦ ολοκληρωτικός, απεριόριστος: απόλυτη εξουσία
✦ ο καθαυτό τέλειος: αναζητά την απόλυτη αλήθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
σχετικός
Επιρρήματα
απόλυτα (Κ απολύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.