απόκτημα


απόκτημα
Προφορά

Ετυμολογία
απόκτημα αποκτώ

Ερμηνεία
απόκτημα

✦ ό,τι απόκτησε κανείς
✦ πολύτιμο κτήμα: αυτή η κοπέλα είναι αληθινό απόκτημα για την επιχείρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.