απόκρυφος
Προφορά
Ετυμολογία
απόκρυφος αρχαία ελληνική ἀπόκρυφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απόκρυφος -η, -ο
✦ που κρατιέται κρυφός, μυστικός
✦ (εκκλ.) απόκρυφα βιβλία, τα βιβλία των Γραφών, που δεν αναγνωρίζονται από την εκκλησία ως κανονικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απόκρυφα (Κ αποκρύφως)