απόκρια


απόκρια
Προφορά

Ετυμολογία
απόκρια μεσαιωνική ελληνική ἀποκρέα

Ερμηνεία
απόκρια

✦ (Κ απόκρεως, -εω) η τελευταία φορά κρεοφαγίας πριν από τις νηστείες
✦ ιδ. στον πληθ. απόκριες, οι τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή
✦ το καρναβάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.