απρόσκοπτος
Προφορά
Ετυμολογία
απρόσκοπτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπρόσκοπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απρόσκοπτος -η, -ο
✦ που δε συναντά εμπόδια, που δεν σκοντάφτει: να εξασφαλίσω τα αναγκαία, με τεράστιες δαπάνες, για την απρόσκοπτη προέλαση του στρατού μου και του στόλου μου (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
ανεμπόδιστος, ακώλυτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απρόσκοπτα (Κ απροσκόπτως)