απρόθεσμος
Προφορά
Ετυμολογία
απρόθεσμος μεταγενέστερη ελληνική ἀπρόθεσμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απρόθεσμος -η, -ο
✦ ο χωρίς προθεσμία, αυτός στον οποίο δεν ετέθη χρονικό όριο (πρβλ. εμπρόθεσμος, εκπρόθεσμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απρόθεσμα (Κ απροθέσμως)