απροσδιοριστία
Προφορά
Ετυμολογία
απροσδιοριστία απροσδιόριστος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απροσδιοριστία
✦ η ιδιότητα του απροσδιόριστου
✦ (φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία ένα τμήμα του κόσμου λειτουργεί μέσα από ελεύθερες πράξεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–