απροσάρμοστος


απροσάρμοστος
Προφορά

Ετυμολογία
απροσάρμοστος ἀ στερητικό + προσαρμόζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απροσάρμοστος -η, -ο

✦ που δεν προσαρμόστηκε ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί
✦ (ειδ.) απροσάρμοστα παιδιά, παιδιά που, εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, παρουσιάζουν παροδική ή μόνιμη αδυναμία προσαρμογής στο περιβάλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα
προσαρμοσμένος, προσαρμόσιμος
Επιρρήματα
απροσάρμοστα (Κ απροσαρμόστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.