απρομελέτητος
Προφορά
Ετυμολογία
απρομελέτητος ἀ στερητικό + προμελετώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απρομελέτητος -η, -ο
✦ ο χωρίς προμελέτη, χωρίς προκατασκευή
✦ που δεν προμελέτησε, δεν προετοίμασε κάτι
Συνώνυμα
απροσχεδίαστος, απροβούλευτος
Αντίθετα
προμελετημένος, προσχεδιασμένος
Επιρρήματα
απρομελέτητα (Κ απρομελετήτως)