απροκατάληπτος


απροκατάληπτος
Προφορά

Ετυμολογία
απροκατάληπτος ἀ στερητικό + προκαταλαμβάνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απροκατάληπτος -η, -ο

✦ ο χωρίς προκατάληψη, ανεπηρέαστος: ο πιο απροκατάληπτος κριτής είναι η τύχη

Συνώνυμα
αμερόληπτος, αντικειμενικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
απροκατάληπτα (Κ απροκαταλήπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.