απροκάλυπτος
Προφορά
Ετυμολογία
απροκάλυπτος ἀ στερητικό + προκαλύπτω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απροκάλυπτος -η, -ο
✦ που δεν καλύπτεται, ο φανερός
✦ (μτφ. ) ο χωρίς προσχήματα, ειλικρινής, ευθύς: τα άκουε όλα με απροκάλυπτο ενδιαφέρον (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
απερίφραστος, καθαρός, ντόμπρος
Αντίθετα
συγκεκαλυμμένος, συγκρατημένος
Επιρρήματα
απροκάλυπτα (Κ απροκαλύπτως)