απριόρι a priori


απριόρι a priori
Προφορά

Ετυμολογία
απριόρι a priori λατ. a priori (= εκ των προτέρων)

Ερμηνεία
απριόρι a priori

✦ άκλ. (φιλοσοφ.) το από πριν δεδομένο, που δε βασίζεται στην εμπειρία
✦ από προκατάληψη, αντίθετα προς τα πραγματικά δεδομένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.