αποψίλωση


αποψίλωση
Προφορά

Ετυμολογία
αποψίλωση μεταγενέστερη ελληνική ἀποψίλωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποψίλωση

✦ αποτρίχωση
✦ καταστροφή βλαστήσεως
(μτφ. ) η απογύμνωση κάποιου από τα περιουσιακά του στοιχεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.