αποχρωματισμός


αποχρωματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αποχρωματισμός αποχρωματίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αποχρωματισμός

✦ αφαίρεση ή καταστροφή του χρώματος, ξεβάψιμο, ξεθώριασμα
(μτφ. ) αποχαρακτηρισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.