αποφυγή


αποφυγή
Προφορά

Ετυμολογία
αποφυγή αρχαία ελληνική ἀποφυγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποφυγή

✦ προσπάθεια, διάθεση να αποφύγει κανείς κάτι
✦ αποτροπή, αποσόβηση
✦ διαφυγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.