αποφρακτικός


αποφρακτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αποφρακτικός από-φραξις

Ερμηνεία
επίθετο┘ αποφρακτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την απόφραξη
✦ ο αναφερόμενος στην απόφραξη αγωγών του σώματος ή αιμοφόρων αγγείων: αποφρακτική αρτηριοπάθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.