αποφοιτώ


αποφοιτώ
Προφορά

Ετυμολογία
αποφοιτώ αρχαία ελληνική ἀπο – φοιτῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποφοιτώ -άς, -ά

✦ τελειώνω τις σπουδές μου, παίρνω το δίπλωμά μου: αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.