αποτρόπαιο
Προφορά
Ετυμολογία
αποτρόπαιο └ουδ┘ του επιθέτου αποτρόπαιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποτρόπαιο
✦ κάθε ενέργεια, αντικείμενο ή σημείο που, κατά τη λαϊκή πίστη, αποτρέπει επικείμενο κακό ή μετατρέπει το κακό σε καλό: στα αποτρόπαια περιλαμβάνονται πέτρες χρωματιστές, οστά ζώων, βοτάνια, εικονίτσες αγίων κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–