αποτρεπτικός


αποτρεπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αποτρεπτικός αποτρέπω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αποτρεπτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να αποτρέψει

Συνώνυμα
αποτρεπτικά (Κ αποτρεπτικώς)
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.