αποτρελαίνω


αποτρελαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποτρελαίνω από + τρελαίνω

Ερμηνεία
ρήμα αποτρελαίνω

✦ κάνω κάποιον ολότελα τρελό
(μτφ. ) ερεθίζω, εκνευρίζω υπερβολικά

Συνώνυμα
ξετρελαίνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.