αποτραβώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποτραβώ από + τραβώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποτραβώ -άς, -ά
✦ τραβώ μακριά: πρέπει να αποτραβήξουμε το παιδί από τις κακές παρέες
✦ (μέσ.) αποτραβιέμαι κ. αποτραβιούμαι, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
✦ απομονώνομαι: αποτραβήχτηκε στην ερημιά
Συνώνυμα
αποσύρω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–