αποτρέπω


αποτρέπω
Προφορά

Ετυμολογία
αποτρέπω αρχαία ελληνική ἀπο-τρέπω

Ερμηνεία
ρήμα αποτρέπω

✦ προσπαθώ να πείσω κάποιον να απόσχει από ορισμένη ενέργεια: θέλησα να τον αποτρέψω, αλλά δεν τα κατάφερα
✦ εμποδίζω, προλαβαίνω: χρειάζεται σύνεση για να αποτραπεί ο κίνδυνος πολέμου

Συνώνυμα
αποσοβώ
Αντίθετα
προτρέπω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.