αποτοξίκωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποτοξίκωση από + τοξικός• απόδοση του └αγγλ┘όρου disintoxication – └γαλλ┘ désintoxication
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποτοξίκωση
✦ (ιατρ.) θεραπεία αλκοολικού ή τοξικομανούς, η οποία αποσκοπεί στην προοδευτική αποβολή των συνηθειών του της κατάχρησης οινοπνεύματος ή της λήψης ναρκωτικών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–