αποτολμώ


αποτολμώ
Προφορά

Ετυμολογία
αποτολμώ αρχαία ελληνική ἀποτολμῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποτολμώ -άς, -ά

✦ προβαίνω σε επικίνδυνη ενέργεια, επιχειρώ με τόλμη: αποτόλμησε να μου ξαναζητήσεις κάτι τέτοιο, και θα δεις

Συνώνυμα
αποκοτώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.