αποτινάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποτινάζω αρχαία ελληνική ἀποτινάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποτινάζω
✦ τινάζω από πάνω μου ή μακριά
✦ (μτφ. ) λυτρώνομαι από κάτι που με πιέζει: με τον αγώνα του ’21 οι Έλληνες αποτίναξαν τον οθωμανικό ζυγό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–