αποτιμητικός
Προφορά
Ετυμολογία
αποτιμητικός αποτιμώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αποτιμητικός -ή, -ό
✦ αυτός που έχει σχέση με την αποτίμηση
✦ θηλ. αποτιμητική ως ουσ., τμήμα της οικονομικής των επιχειρήσεων που πραγματεύεται τις μεθόδους με τις οποίες γίνεται η αποτίμηση σε χρήμα της περιουσίας των οικονομικών οργανισμών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–