αποτεφρώνω


αποτεφρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποτεφρώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀποτεφρόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποτεφρώνω

✦ κατακαίω, μεταβάλλω σε τέφρα: η φωτιά αποτέφρωσε στρέμματα δάσους
✦ (μέσ.) αποτεφρώνομαι, παραδίνομαι στην πυρά, γίνομαι στάχτη: ο νεκρός αποτεφρώθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.