αποτελματώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποτελματώνω από + τελματώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποτελματώνω
✦ μεταβάλλω σε τέλμα
✦ (μτφ. ) αφήνω κάτι στάσιμο, να διαιωνίζεται
✦ (μέσ.) αποτελματώνομαι, λιμνάζω
✦ παραμένω στάσιμος: οι διαπραγματεύσεις έχουν αποτελματωθεί
✦ (μτφ. ) πέφτω σε αδράνεια πνευματική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–