αποτελειώνω


αποτελειώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποτελειώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀποτελειόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποτελειώνω

✦ τελειώνω κάτι ολότελα
✦ δίνω το τελικό, θανάσιμο χτύπημα σε κάποιον
✦ καταστρέφω ολοκληρωτικά κάτι: μια άλλη καταιγίδα ξεθηλύκωσε πάλι τρία μεγάλα βράχια κι αποτέλειωσε το ερείπιο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
ολοκληρώνω, συμπληρώνω, αποπερατώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.