αποταμιεύω


αποταμιεύω
Προφορά

Ετυμολογία
αποταμιεύω μεταγενέστερη ελληνική ἀποταμιεύω

Ερμηνεία
ρήμα αποταμιεύω

✦ αποθηκεύω, βάζω κατά μέρος αγαθά, ιδίως χρήματα, για μελλοντική χρήση
✦ (ειδ.) καταθέτω τις οικονομίες μου σε ταμιευτήριο, τράπεζα κτλ.
(μτφ. ) συσσωρεύω λίγο λίγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.