αποταμίευμα


αποταμίευμα
Προφορά

Ετυμολογία
αποταμίευμα αποταμιεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αποταμίευμα

✦ ποσό χρημάτων ή υλικών αγαθών που αποταμιεύεται για μελλοντική χρήση ή για βαθμιαίο σχηματισμό κεφαλαίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.