αποταγή
Προφορά
Ετυμολογία
αποταγή μεταγενέστερη ελληνική ἀποταγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποταγή
✦ απάρνηση, αποκήρυξη
✦ (ειδ.) η επίσημη υπόσχεση που δίνει κειρόμενος μοναχός ότι απαρνείται τα εγκόσμια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–