αποτέφρωση


αποτέφρωση
Προφορά

Ετυμολογία
αποτέφρωση μεσαιωνική ελληνική ἀποτέφρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποτέφρωση

✦ τέλεια καύση, μεταβολή σε τέφρα: αποτέφρωση χιλιάδων στρεμμάτων δάσους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.