αποτέλεσμα
Προφορά
Ετυμολογία
αποτέλεσμα μεταγενέστερη ελληνική ἀποτέλεσμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποτέλεσμα
✦ το τέλος μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος, η έκβαση: τα αποτελέσματα των αγώνων
✦ ακολούθημα, συνέπεια: ό,τι κατορθώθηκε ήταν αποτέλεσμα σκληρής προετοιμασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–